λαμπαδιάζω

λαμπαδιάζω
αμετ. вспыхивать, загораться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαμπαδιάζω" в других словарях:

  • λαμπαδιάζω — λαμπαδιάζω, λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαμπαδιάζω — [λαμπάδα] 1. βγάζω φλόγες, φλέγομαι 2. (για φωτιά) φουντώνω, δυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδιάζω — λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος, αμτβ., βγάζω φλόγες, καίομαι: Η αποθήκη λαμπάδιασε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαμπάδιαστος — και αλαμπάδιστος, η, ο [λαμπαδιάζω] 1. αυτός που τελείται χωρίς λαμπάδες 2. αυτός που δεν λαμπαδιάζει, που δεν αναδίδει φλόγες …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδιασμα — το [λαμπαδιάζω] 1. το να φλέγεται κάτι 2. το φούντωμα τής φωτιάς 3. ολοκληρωτικό κάψιμο …   Dictionary of Greek

  • φλογοβολώ — φλογοβόλησα, αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες, λαμπαδιάζω: Κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου (Δ. Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»